- ὁπλῑταγωγός
- ὁπλῑτ-αγωγός, Schwerbewaffnete führend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
οπλιταγωγός — ό (Α ὁπλιταγωγός, όν) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οπλιταγωγό βοηθητικό πλοίο τού πολεμικού ναυτικού ειδικά κατασκευασμένο ή μετασκευασμένο για μεταφορά στρατευμάτων αρχ. αυτός που χρησιμεύει στη μεταφορά οπλιτών («τριήρεσι... ὧν ἔσεσθαι… … Dictionary of Greek
ὁπλιταγωγός — ὁπλῑταγωγός , ὁπλιταγωγός carrying the heavy armed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπλιταγωγώ — ὁπλιταγωγῶ, έω (Μ) [οπλιταγωγός] μεταφέρω οπλίτες … Dictionary of Greek
ὁπλιταγωγοῖς — ὁπλῑταγωγοῖς , ὁπλιταγωγός carrying the heavy armed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλιταγωγοί — ὁπλῑταγωγοί , ὁπλιταγωγός carrying the heavy armed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλιταγωγούς — ὁπλῑταγωγούς , ὁπλιταγωγός carrying the heavy armed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)